- χορηγήσῃς
- χορηγέωlead a chorusaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek
ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… … Dictionary of Greek
ινσουλίνη — Αντιδιαβητική ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας από τα β κύτταρα των νησίδων του Λάνγκερχανς. Πρόκειται για ένα μικρό πρωτεϊνικό μόριο, που αποτελείται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες (Α και Β), συνδεόμενες μεταξύ τους με γέφυρες θείου. Και οι… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
συντάξιμος — η, ο, Ν αυτός που παρέχει το δικαίωμα χορήγησης ή λήψης σύνταξης (α. «συντάξιμος χρόνος» β. «συντάξιμες αποδοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + κατάλ. ιμος (πρβλ. εργάσ ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
φαρμακοκινητική — η, Ν (φαρμ.) το σύνολο τών εξεργασιών, όπως είναι η χορήγηση, η απορρόφηση από τη θέση χορήγησης στην κυκλοφορία τού αίματος και η απέκκριση τού φαρμάκου ή τών προϊόντων τού μεταβολισμού του, μέσω τών οποίων επιτυγχάνεται η επαρκής συγκέντρωση… … Dictionary of Greek
ψευδαίσθηση — Η καταγραφή στη συνείδηση μιας αντίληψης ως πραγματικής, χωρίς να υπάρχει ερέθισμα ικανό να την προκαλέσει. Πρέπει να διακρίνεται από την παραίσθηση, στην οποία έχουμε διαστρέβλωση μιας πραγματικής αντίληψης. Oι ψ. μπορεί να είναι οπτικές,… … Dictionary of Greek